- θαλαμευτός
- θαλεμευτός, -ή, -όν (Α) [θαλαμεύω]κλεισμένος σε θάλαμο, κρυμμένος σε θάλαμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαλαμευτόν — θαλαμευτός hidden in a masc acc sg θαλαμευτός hidden in a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)